- εὐκαρπίαν
- εὐκαρπίᾱν , εὐκαρπίαfruitfulnessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CANISTRUM — ex Graeco κάναςτρον, ut calamistrum, ex καλάμαςτρον; illud autem ex voce κανοῦν, quam suam quoque Latinos fecisse, supra diximus, in voce Cana. Vide quoque in Canephoros. Apud Epiphanium, Indic. ad Hormisdam Pontif. Roman. vas Ecclesiafticum est … Hofmann J. Lexicon universale
ευκαρπία — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 110 μ., 6.598 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται Β του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ 280 μ., 618 κάτ.) του νομού Κιλκίς.… … Dictionary of Greek